προηρόσιος

προηρόσιος
προηρόσιος, α, ον, ([etym.] ἄροτος)
A before the time of tillage: προηροσία (sc. θυσία), , a festival at that time celebrated by Athens for the whole of Greece, Hyp.Fr.75, Lycurg.Fr.87 (-όσια cj. Sauppe), Aristid.1.196J., Lib.Decl.1.179, Sch.Ar.Pl.1055, Phot., etc.: also [full] προηρόσια (sc. θύματα or ἱερά), τά, IG22.1029.16, Hsch., Suid. s.v. εἰρεσιώνη (gen. pl. -ιων in ambiguous in IG22.1363.6): sg. [suff] προηγορ-όσιον Sch.Ar.Eq.725: cf. πληροσία, πρηροσία.
II θεοὶ προηρόσιοι the gods in whose honour it was performed, Plu.2.1119e; π. Δημήτηρ ib.158d.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προηρόσιος — και πρηρόσιος, ία, ον, ουδ. πληθ. και προηρέσια, Α 1. αυτός που γίνεται πριν από την άροση 2. (το θηλ. και το ουδ. πληθ. ως ουσ.) ἡ προηροσία ή πρηροσία, τὰ προηρόσια ή προηρέσια γιορτή προς τιμή τής Δήμητρος και τής Κόρης την οποία τελούσαν οι… …   Dictionary of Greek

  • προηρόσιον — προηρόσιος before the time of tillage masc acc sg προηρόσιος before the time of tillage neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προηροσίους — προηρόσιος before the time of tillage masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προηροσία — προηροσίᾱ , προηρόσιος before the time of tillage fem nom/voc/acc dual προηροσίᾱ , προηρόσιος before the time of tillage fem nom/voc sg (attic doric aeolic) προηροσίᾱ , προηροσία fem nom/voc/acc dual προηροσίᾱ , προηροσία fem nom/voc sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προηροσίας — προηροσίᾱς , προηρόσιος before the time of tillage fem acc pl προηροσίᾱς , προηρόσιος before the time of tillage fem gen sg (attic doric aeolic) προηροσίᾱς , προηροσία fem acc pl προηροσίᾱς , προηροσία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προηροσίων — προηρόσια before the time of tillage neut gen pl προηρόσιος before the time of tillage fem gen pl προηρόσιος before the time of tillage masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραράτιος — και πραράτριος, ὁ, Α ονομασία μήνα στην Επίδαυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για συνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. «πρὸ ἄρατος», όπου η λ. *ἄρατος αμάρτυρη ισοδυναμεί με τους τ. ἄροτος «καλλιεργημένος αγρός» ή ἄρατρον, κρητ. τ. τού ἄροτρον (< ρ. ἀρόω*… …   Dictionary of Greek

  • πρηροσία — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) βλ. προηρόσιος …   Dictionary of Greek

  • πρηρόσιος — ία, ον, Α βλ. προηρόσιος …   Dictionary of Greek

  • προηρέσια — τὰ, Α βλ. προηρόσιος …   Dictionary of Greek

  • προηρόσια — τὰ, Α βλ. προηρόσιος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”